συνδημιουργός — fellow workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημιουργούς — συνδημιουργός fellow workman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδημιουργόν — συνδημιουργός fellow workman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
συμπλάστης — ο, ΝΜ νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων τού φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων μσν. συνδημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
συμποιητής — ὁ, Μ [συμποιῶ] (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδας) συνδημιουργός … Dictionary of Greek
συνδαμιοργός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνδημιουργός … Dictionary of Greek
συνδημιουργώ — έω, ΜΑ [συνδημιουργός] 1. δημιουργώ από κοινού με άλλον 2. δημιουργώ ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
Βαρέλα, Φρανθίθκο — (Francisco Varela, Χιλή 1946 – Παρίσι 2001). Χιλιανός βιολόγος. Πτυχιούχος του Καθολικού Πανεπιστημίου της Χιλής, το 1970 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη βιολογία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και τον ίδιο χρόνο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής… … Dictionary of Greek
ԱՐԱՐՉԱԿԻՑ — (կից, ցաց.) NBH 1 0341 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա. συνδημιουργήσας, συνδημιουργός socius creationis, συγκτίζων simul creans Արարիչ ʼի միասին. համագործ. որպէս որդի եւ հոգի Սուրբ միով արարչական կարողութեամբ ընդ հօր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)